Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

Κωστής Παλαμάς και Διονύσιος Σολωμός


Ο Κωστής Παλαμάς εκφωνεί ομιλία στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Διονυσίου Σολωμού στον Εθνικό Κήπο (31 Μαΐου 1925).

~

Ο Κωστής Παλαμάς, ήδη από τα χρόνια που ήταν αρκετά νέος και ανερχόμενος ποιητής έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να επανέλθει στο προσκήνιο των ελληνικών γραμμάτων ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος είχε εν πολλοίς παραγκωνιστεί και ξεχαστεί μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Με ομιλίες του στον φιλολογικό σύλλογο "Παρνασσός" (1893, 1897) και με τον πρόλογο του στην έκδοση των Απάντων του Σολωμού του 1901, έδωσε την ώθηση ώστε να (ξανα)γνωρίσει η ελληνική λογοτεχνική σκηνή τον σπουδαίο επτανησιώτη ποιητή και να επανεκτιμήσει το έργο του.

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο κριτικός και ποιητής Τέλλος Άγρας:

“Ἴσως βέβαια μερικοί διαλεχτοί νά τόν μελετοῦσαν καί νά τόν προτιμοῦσαν, καί το Σολωμό καί τόν ἐπτανησιακό λυρισμό, καί μέσα στή ρωμαντική Ἀθήνα. Ἀλλά δέν ἦσαν οὔτε ἀρκετοί, οὔτε κανείς σημαντικός γιά νά τόν ἐπιβάλη. Τό λυρισμό τόν ἑπτανησιακό ζωντανά τόν ἀναγέννησε στήν Ἀθήνα ὁ Παλαμᾶς. Αὐτός ἐπέβαλε τό Σολωμό κι’ αὐτός τόν ἀκολούθησε. Τόν ἀκολούθησε, ναί. Μά δέν τόν ἐμιμήθη. Τό λυρισμό τοῦ Παλαμᾶ ἀπό κείνον τοῦ Σολωμοῦ τούς χωρίζει χάος. Ὁ Σολωμός, εἶν’ ἡ λύτρωση. Ὁ Παλαμᾶς εἶναι τό πάθος. Ὁ ἕνας εἶν’ ἡ κάθαρση, ὁ ἄλλος ἡ περιπέτεια. Ὁ Σολωμός εὑρῆκε τόν παράδεισό του. Ὁ Παλαμᾶς παραδέρνει πάντα μέσα σέ Κόλαση δαντική. Ὁ Σολωμός εἶναι θεῖος. Ὁ Παλαμᾶς εἶναι τραγικός.”
/
Τέλλος Άγρας, Ο Λυρισμός του Παλαμά (απόσπασμα)

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Λάμπρος Πορφύρας, Σα μια σκιά χιμαιρική


Σὰ μιὰ σκιὰ χιμαιρικὴ στῆς λίμνης τὸν καθρέφτη,
Σὰν ὅ,τι μένει μακρυνό πολύ, χαμένο, ὡραῖο,
Σὰν τὸν καπνό, ποὺ πάει ψηλά, σὰν τὴ δροσιὰ ποὺ πέφτει,
Ὤ! Σ’ ἀγαπῶ σὰν καθετὶ ποὺ σβύνεται μοιραῖο.
/
Λάμπρος Πορφύρας, Ανεμώνες στον Άνεμο, Σκιές, 1920
~
Στη φωτογραφία, ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)

Κώστας Κρυστάλλης, Η Νησιωτοπούλα




Νησιωτοπούλα κάθεται σὲ μαρμαρένιον πύργο,
Μὲ κέντημα στὰ χέρια της, μ’ ἀγάπη στὴν καρδιά της.
Φοραὶς φοραὶς τὸ κέντημα κεντούσε μὲ τραγούδια,
Φοραὶς φοραὶς πισώρριχνε τὰ ξέπλεγα μαλλιά της
Κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγο ποὺ ἀπλώνονταν μπροστά της,
Καὶ γκαρδιακὰ ἀναστέναζε κι ἐχτύπαγε τὰ στήθηα,
Γιατ’ ἀγριεμένο τὤβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμένο•
Κι αὐτὴ εἴχε λόγο, στὸ γιαλὸ νὰ κατεβῇ τὸ βράδυ,
Κι ἀπ’ τὸ νησὶ τἀντικρυνό, ποὺ χάνεται στὸ κύμα,
Ὁ ἀγαπημένος της νἀρθῇ, νὰ ποῦν τὸν ἔρωτά τους.

Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε• σκοτείδιασε, νυχτώνει.
Τὸ κέντημα της τὤμορφο ἀπαρατάει ἡ κόρη,
Καὶ κατεβαίνει στὸ γιαλὸ κι ἀκαρταράει στὴν ἄκρη.

Μαυρολογᾶνε τὰ βουνά, καὶ σύγνεφα μεγάλα
Σκεπάζουνε στὸν οὐρανὸ τἀστέρια πέρα - πέρα,
Φυσομανάει τὸ πέλαγο, τὰ κύματα βογγοῦνε,
Κι ὅταν τὰ νέφια ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφαὶς ἀφράταις,
Καὶ δὲν γροικιέται πουθενὰ τἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Κάθεται ἡ νηὰ κι ἀκαρτερεῖ ’ςτ’ ἀκρογιαλιοῦ τὰ βράχια.
Τὰ μακρυά της τὰ μαλλιὰ τὰ κυματίζει ὁ ἀγέρας,
Καὶ σποῦνε μέσ’ ’ςτὰ πόδια της τὰ κύματα μὲ βόγγο.
Ὥραις τηράει τὸ πέλαγο, ὥραις τηράει μπροστά της,
Νέφια και κύματα μαζὶ συχνορωτάει μὲ πόνο,
Ἄν εἶδαν κάπου νἄερχεται τ’ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Τὰ σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγοῦνε
Κι ἀναστενάζουνε βαρειὰ βαρειὰ τῆς νηᾶς τὰ στήθηα.

Φυσομανάει ἡ θάλασσα, τὰ κύματα βογγοῦνε
Κι ἔνα μὲ τ’ ἄλλο σπρώχνονται καὶ σπαίνουν στ’ ἀκρογιάλι
Κι ἐκεί ποῦ η κόρη τὰ ρωτᾶ, βλέπει ἕνα θεριωμένο
Νὰ ψηλωθῇ, να ψηλωθῇ, τὰ βράχια νὰ περάσῃ,
Καὶ νὰ τὴν πνίγῃ ’ςτὸν ἀφρό. Τραβιέται ἡ κόρη ’πίσω,
Καὶ κλειῶντας τὴν ἀγκάλη της, ποῦ ὁλάνοιχτη βαστοῦσε
Τὸν ἀκριβό της νὰ δεχθῄ, σφίγγει ’ςτὰ στήθηα ἀπάνου
Παραδαρμένο ἕνα κορμί, καὶ ἄψυχο, καὶ κρύο.

Ταχυά ἡ φουρτούνα ἡσύχασε, τὰ κύματα ’μερέψαν,
Καὶ οἱ ψαράδες πὤρριχναν ’ςτὸ πέλαγο ταὶς βάρκαις,
’Στ’ ἀκρογιαλιοῦ τὰ χώματα καὶ μέσ’ στὰ βράχια βρίσκουν
Παραρριγμένα δυὸ κορμιὰ καὶ σφιχταγκαλιασμένα.
/
Κώστας Κρυστάλλης, Η Νησιωτοπούλα, Αγροτικά, 1891

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Το πλοίο των ήχων

Εὐλογημένος αὐτὸς ποῦ μᾶς πῆρε στὸ πλοῖο τῶν ἤχων, αὐτὸς ποῦ μᾶς πῆγε στὴν αἰτία τοῦ κόσμου— εὐλογημένο τὸ θλιβερό του πνεῦμα ποῦ μᾶς ταξείδεψε.
/
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Πεζοί Ρυθμοί, 1922

~

Στη φωτογραφία, ο ποιητής και πεζογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940) σε ένα σπάνιο στιγμιότυπο από τα νεανικά του χρόνια.

Γεώργιος Δροσίνης, Ο φόβος της βροντής

 

7 Ιανουαρίου 1942


Τὴ νύχτα ποὺ χαλοῦσε ὁ κόσμος ἀπὸ ἀέρα, βροχὴ καὶ χαλάζι, ὅταν ἄρχισαν καὶ τ’ ἀστραπόβροντα τὰ ξημερώματα, συλλογιζόμουν: Εἶναι στὴ ζωή μας μερικές τρομάρες, γιὰ κινδύνους ποὺ μᾶς απειλοῦν, ἀνόητες, ὅπως νὰ τρέμωμε ἀπὸ φόβο μὲ τὸ ἄκουσμα τῆς βροντῆς: ὁ κίνδυνος τοῦ κεραυνοῦ ἔχει τότε περάση πιὰ κι’ ἄν ἦτον νὰ κεραυνωθοῦμε δὲ θὰ προφταίναμε νὰ τὸ καταλάβωμε.
/
Γεώργιος Δροσίνης, Ημερολόγια

~

Στη φωτογραφία ο ποιητής στην οικία του σε ηλικία 84 ετών (1943).

Γεώργιος Σουρής, Ο Αετός

Φασουλή
κουρελή,
λόγια χάνεις.

Σε βουνά
με πλανά
πνεύμα πλάνης.

Γαλανός
ουρανός
με κυκλώνει.

Και κοιτώ
τον αητό
να ψηλώνει.

Τι ψηλά την φωλιά του την κάνει!...
Συμφορά
και χαρά
δεν την φθάνει.

Αετέ
φτερωτέ,
Τι χαρά σου!

Σαν πονώ
πώς φθονώ
τα φτερά σου.

Αετέ, που με σκιάζει το νύχι σου
πώς ζηλεύω, καημένε, την τύχη σου.
Τα δυσώδη της γης ερπετά
πώς φθονούν ό,τι πράγμα πετά.

Αετέ, τα φτερά σου κτυπάς,
κι έλα πάρε κι εμέ τη χελώνα,
θέλω τόσο ψηλά να με πας,
που να βλέπω τη γη σαν βελόνα.
/
Γεώργιος Σουρής, Ο Φασουλής Φιλόσοφος, Μέρος Τέταρτον (απόσπασμα 33)

Ο Φασουλής Φιλόσοφος είναι μια ποιητική σύνθεση με φιλοσοφικά στοιχεία που ξεπερνούν τον συνήθη επικαιρικό και σατιρικό τρόπο γραφής του ποιητή. Ο Σουρής έγραψε το έργο τμηματικά από το 1891 μέχρι το 1902.

Στη φωτογραφία ο Γεώργιος Σουρής το 1905.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Ιωάννης Πολέμης, Το αγκαθόπλεκτο καλύβι


Εἶνε φυλάργυρη ἡ ζωὴ καὶ τῇς χαρές της κρύβει
στοῦ Πόνου τ’ ἀγκαθόπλεκτο καὶ σκοτεινὸ καλύβι.
Μὰ ἐγὼ ποῦ πόνους δὲν ψηφῶ καὶ δὲν φοβοῦμαι ἀγκάθια,
θὰ πάω μιὰ νύκτα μόνος μου μὲ σάκκους καὶ καλάθια
καὶ στὸ καλύβι χώνοντας τὰ χέρια ματωμένα
θὰ κλέψω ἀμέτρητες χαρὲς νὰ σοῦ τῇς φέρω ἐσένα.
/
Ιωάννης Πολέμης, Πλεκτά Τραγούδια, Το Παληό Βιολί, 1909
Περιγράφει τον Πολέμη ένας σύγχρονός του στον τύπο της εποχής:
✒️
Ἀλλὰ πιὸ ποίημα ἡ ζωή του! Τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ ζαφειρένια μάτια, κατάφωτον ἀπὸ τὸ ἀγαθόν του χαμόγελο, μιλοῦσε. Σοῦ ἔλεγε, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἔμαθε ποτὲ τί εἶναι συμφέρον, ὑστεροβουλία, ταπεινότης... Ἡ περήφανη φτώχια του ἦτο μιὰ ὡραιότης. Ἄστραφτε μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς ὁ ποιητὴς ἀπὸ ὀλιγάρκειαν καὶ ἀπλότητα.
/
Εφήμερος, Παρενθέσεις, Ιωάννης Πολέμης (απόσπασμα), Ελεύθερος Λόγος Μυτιλήνης, 1.6.1924

Ο Κώστας Βάρναλης θυμάται τη γνωριμία του με τον Λάμπρο Πορφύρα

"Τὸν πρωτογνώρισα στὰ 1911 στὰ «Ἡνωμένα Βουστάσια». Μοῦ τόνε σύστησε ο Ρῶμος Φιλύρας — ἡ πιὸ πηγαία, ἡ πιὸ ἐκρηχτικὴ φλέβα τοῦ νεοελληνικοῦ λυρισμοῦ. Κάθησε στὸ τραπέζι μὰς, ἤπιε καφὲ καὶ ζήτημα ἄν μᾶς εἴπε τρεῖς λέξεις.  Ὕστερα, στὴν ἐπιστράτευση τοῦ 1912-13 τὸν εἴχα «συνάδελφο»  στὸν 13ο λόχο  Ἐμπέδου Τάγματος στο Ζάππειο. [...]
Ὁ Πορφύρας εἴταν ἀπό τοὺς πιὸ πειθαρχικοὺς στρατιῶτες. Ὄχι τόσο ἀπὸ ὑψηλὴ συνείδηση τοῦ καθήκοντος, ὅσο ἀπὸ βαριεστημάρα καὶ αὐτοεγκατάλειψη. Μικρόσωμος, ἀμίλητος μὲ τὴν καμπουρίτσα του, μὲ τὸ γυρισμένο του κεφάλι κάτου, μὲ τὰ μισόκλειστα μάτια του κι ἀνόρεχτος, εἴτανε πάντα ὁ τελευταῖος τοῦ πρώτου ζυγοῦ, ὅπως εἴτανε πάντα πρῶτος ὁ ἀτελείωτος Μυλωνάς. Μέσα στὴν τσέπη του κουβαλοῦσε τὰ «Εἰς ἑαυτὸν»  τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου, γιὰ ν’ ἀσκεῖται στὴ στωϊκὴν ἀπάθεια, ποὺ τόσο τοῦ χρειαζότανε σ’ αὐτήν τὴν περίσταση. Σ’ ὅλο του τὸ εἶναι διάβαζε τὸν ἀφορισμὸ τοῦ φιλόσοφου αὐτοκράτορα: «πόλις καὶ πατρίς ὡς μὲν Ἀντωνίνῳ μοι ἡ Ρώμη, ὡς δὲ ἀνθρωπῳ ὁ κόσμος»  συμπληρωμένο ἔτσι: «ὡς δὲ ποιητῇ τὸ... ἄπειρον». Κι ἀληθινὰ δὲ φαινότανε να ζεῖ στὸ λόχο, μὰ στὸ ἄπειρο. Στὸ ἄπειρο τ’ οὐρανοῦ καὶ τοῦ πελάγου."
/
Κώστας Βάρναλης, Ζωντανοί Άνθρωποι, Λάμπρος Πορφύρας

~

Στη φωτογραφία, ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932) στρατιώτης.

Κωστής Παλαμάς, Ο ποιητής

Ό ποιητής, ὅταν οἰκοδομῇ, φροντίζει ν’ ἀνοίγῃ θύραν ἤ παράθυρον, ἔστω καὶ στενὴν χαραμάδα, διὰ μέσου τῶν ὁποίων νὰ συγκοινωνῶμεν πρὸς τ’ ἄστρα•
/
Κωστής Παλαμάς, Τα Πρώτα Κριτικά, 1913