Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Κώστας Κρυστάλλης, Η Νησιωτοπούλα




Νησιωτοπούλα κάθεται σὲ μαρμαρένιον πύργο,
Μὲ κέντημα στὰ χέρια της, μ’ ἀγάπη στὴν καρδιά της.
Φοραὶς φοραὶς τὸ κέντημα κεντούσε μὲ τραγούδια,
Φοραὶς φοραὶς πισώρριχνε τὰ ξέπλεγα μαλλιά της
Κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγο ποὺ ἀπλώνονταν μπροστά της,
Καὶ γκαρδιακὰ ἀναστέναζε κι ἐχτύπαγε τὰ στήθηα,
Γιατ’ ἀγριεμένο τὤβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμένο•
Κι αὐτὴ εἴχε λόγο, στὸ γιαλὸ νὰ κατεβῇ τὸ βράδυ,
Κι ἀπ’ τὸ νησὶ τἀντικρυνό, ποὺ χάνεται στὸ κύμα,
Ὁ ἀγαπημένος της νἀρθῇ, νὰ ποῦν τὸν ἔρωτά τους.

Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε• σκοτείδιασε, νυχτώνει.
Τὸ κέντημα της τὤμορφο ἀπαρατάει ἡ κόρη,
Καὶ κατεβαίνει στὸ γιαλὸ κι ἀκαρταράει στὴν ἄκρη.

Μαυρολογᾶνε τὰ βουνά, καὶ σύγνεφα μεγάλα
Σκεπάζουνε στὸν οὐρανὸ τἀστέρια πέρα - πέρα,
Φυσομανάει τὸ πέλαγο, τὰ κύματα βογγοῦνε,
Κι ὅταν τὰ νέφια ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφαὶς ἀφράταις,
Καὶ δὲν γροικιέται πουθενὰ τἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Κάθεται ἡ νηὰ κι ἀκαρτερεῖ ’ςτ’ ἀκρογιαλιοῦ τὰ βράχια.
Τὰ μακρυά της τὰ μαλλιὰ τὰ κυματίζει ὁ ἀγέρας,
Καὶ σποῦνε μέσ’ ’ςτὰ πόδια της τὰ κύματα μὲ βόγγο.
Ὥραις τηράει τὸ πέλαγο, ὥραις τηράει μπροστά της,
Νέφια και κύματα μαζὶ συχνορωτάει μὲ πόνο,
Ἄν εἶδαν κάπου νἄερχεται τ’ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Τὰ σύγνεφα μένουν βουβά, τα κύματα βογγοῦνε
Κι ἀναστενάζουνε βαρειὰ βαρειὰ τῆς νηᾶς τὰ στήθηα.

Φυσομανάει ἡ θάλασσα, τὰ κύματα βογγοῦνε
Κι ἔνα μὲ τ’ ἄλλο σπρώχνονται καὶ σπαίνουν στ’ ἀκρογιάλι
Κι ἐκεί ποῦ η κόρη τὰ ρωτᾶ, βλέπει ἕνα θεριωμένο
Νὰ ψηλωθῇ, να ψηλωθῇ, τὰ βράχια νὰ περάσῃ,
Καὶ νὰ τὴν πνίγῃ ’ςτὸν ἀφρό. Τραβιέται ἡ κόρη ’πίσω,
Καὶ κλειῶντας τὴν ἀγκάλη της, ποῦ ὁλάνοιχτη βαστοῦσε
Τὸν ἀκριβό της νὰ δεχθῄ, σφίγγει ’ςτὰ στήθηα ἀπάνου
Παραδαρμένο ἕνα κορμί, καὶ ἄψυχο, καὶ κρύο.

Ταχυά ἡ φουρτούνα ἡσύχασε, τὰ κύματα ’μερέψαν,
Καὶ οἱ ψαράδες πὤρριχναν ’ςτὸ πέλαγο ταὶς βάρκαις,
’Στ’ ἀκρογιαλιοῦ τὰ χώματα καὶ μέσ’ στὰ βράχια βρίσκουν
Παραρριγμένα δυὸ κορμιὰ καὶ σφιχταγκαλιασμένα.
/
Κώστας Κρυστάλλης, Η Νησιωτοπούλα, Αγροτικά, 1891