Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Στρατής Μυριβήλης, Ο θάνατος του Παλαμά


—Πέθανε ὁ Παλαμᾶς.
Χειμώνας εἴταν στὸ ἔβγα του. Χειμώνας στὴ χώρα, χειμώνας καὶ στὶς καρδιές. Ὅλοι τὸ ξέραμε πὼς ἀπὸ καιρὸ εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ πεθάνει. Καὶ σὰν τ’ἀκούσαμε πὼς πέθανε, τότες μονάχα μπορέσαμε νὰ καταμετρήσουμε τὸν ἄδειο χῶρο ποὺ ἄνοιξε ὁ θάνατός του μέσα στὴν ἱστορία μας καὶ μέσα στὴ ζωή μας. [...]
Ἔτρεξα καὶ χτύπησα τὴν πόρτα στὸ σπίτι τῆς Πλάκας. Ἡ κόρη τοῦ ποιητῆ μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ ὁδήγησε στὸν νεκροθάλαμο.
—Ἐλᾶτε, μοῦ εἶπε. Σᾶς περιμένει ὁ πατέρας...
Τὄπε ἔτσι, ὅπως μᾶς ὑποδεχότανε τότες ποὺ ζοῦσε ἀκόμα ὁ ποιητής. Εἴταν ἡλιόχαρο κεῖνο τὸ πρωινό. Τὸ φῶς ἔμπαινε γιορτιάτικο μαζὶ μὲ τὴν πρώιμη ἄνοιξη, γιόμιζε τὸ δωμάτιο καὶ ἔξω τὸ δρόμο. Ὁ οὐρανὸς ἅπλωνε τὰ πιὸ γαλάζια του πάνω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη, σὰν μιὰ ἀπέραντη διαμαρτυρία γιὰ τὰ ὑβριστικὰ χρώματα τῶν καταχτητῶν ποὺ τὴν μόλυναν. Στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ, στὶς σκάλες, γλάστρες ἀνθισμένες.
Ὁ Παλαμᾶς εἴταν ξαπλωμένος σ’ ἕνα ἁπλὸ κλινάρι. Ἕνα φτωχικὸ ντιβάνι, σκεπασμένο μὲ ἄσπρο σεντόνι. Τὸ νεκρό του σῶμα ἔπιανε τόσο λίγον τόπο. Ὅσο ἕνα παιδί. Εἴταν σκεπασμένος ἀπὸ ἀνθισμένα κλωνάρια μυγδαλιᾶς ποὺ τόσο τὰ τραγούδησε, καὶ ἀπὸ ἕνα πλῆθος δροσεροὺς μενεξέδες τῆς Ἀττικῆς, ποὺ τόσο τοὺς ἀγαποῦσε. Τὸ πρόσωπό του... Ποτὲς δὲν εἴχαμε δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Παλαμᾶ τόσο γλυκό, τόσο ἀναπαμένο καὶ ἥμερο. Πάντα του κρατοῦσε ἕνα ἐλαφρὸν σπασμὸ αγωνίας, ποὺ ὅταν εἴταν ταραγμένος σήκωνε μιὰ τρικυμία ἀπὸ ρυτίδες στὸ μέτωπό του. Τώρα κείνη ἡ ταραχὴ τῆς ἀνήσυχης ψυχῆς, ποὺ χτυπᾶ μὲ πάθος μεγάλα φτερὰ καὶ δοκιμάζει τὴ μπόρεσή της, ἔλειψε. Μιὰ ξεκούραση εἴταν ἁπλωμένη σ’ ὅλα τὰ χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου. Εἴταν τὸ μεγάλο Τέρμα.
/
Στρατής Μυριβήλης, Αγνάντεμα Α’, Ο Παλαμάς στη ζωή μου
Σαν σήμερα, 27 Φεβρουαρίου του 1943, ο ποιητής φεύγει από τη ζωή.
Πηγή της φωτογραφίας της ημέρας εκείνης είναι η ιστοσελίδα του Ιδρύματος Παλαμά.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

Γεώργιος Δροσίνης, Σαν Αρχή


Τὴν ψυχική μας γαλήνη ἐκεῖ
Δὲ θὰ ταράζῃ τοῦ Ἀγνώστου ὁ τρόμος,
Δὲ θὰ μᾶς δένῃ τῆς Μοίρας νόμος
Κι’ ἂν δικαιώνῃ καὶ ἂν αδικῇ.

Κάποτε θἄρθῃ κι’ ὥρα κακή
Κι’ οὔτε θὰ λείψουν οἱ λύπες —ὅμως
Ὅποιος κι’ ἂν εἶναι τῆς ζωῆς ὁ δρόμος
Θὰ τὸν διαβοῦμε καρτερικοί,

Μὲ τὰ ὄνειρά μας ἀληθεμένα,
Μ’ ὅλους τοὺς πόθους σμιγμένους σ’ ἕνα,
Μὲ πίστη ἀσάλευτη στὴν ψυχή•

Καὶ στοῦ θανάτου τὸ προσκεφάλι
Ὅ,τι σὰν Τέλος φοβοῦνται οἱ ἄλλοι
Θὰ τὸ χαιρώμαστε —σὰν Ἀρχή.
/
Γεώργιος Δροσίνης, Σὰν Ἀρχή, Θα Βραδιάζῃ 1915-1922
~
Πηγή της φωτογραφίας του ποιητή είναι το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. (Ε.Λ.Ι.Α.)

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Γεώργιος Σουρής, Τα ίδια και τα ίδια


Τα ίδια και τα ίδια... περνά ο ένας χρόνος
και έρχεται ο άλλος, διαβαίνει και αυτός
και να σου πάλιν νέος, και πάντα θλίψις, πόνος,
πολιτικά, παράτες, ειρήνη και στρατός.
Τα ίδια και τα ίδια... βραδιάζει, ξημερώνει,
και ένα πέσε σήκω είν’ η ζωή μας μόνη.

Γιατί στον κόσμο ένας να φέγγει ήλιος μόνο;
Γιατί φεγγάρι ένα και όχι δεκατρία;
Γιατί απ’ εδώ πέρα έως εκεί στον Κρόνο
να μη μπορεί να γίνει καμμιά συγκοινωνία;
Αν ήξευρα τωόντι, πως δεν θα σκοτωνόμουν,
μ’ ένα κανόνι Άρμστρογγ θ’ αυτοχειριαζόμουν.
[...]
Τα ίδια και τα ίδια... βραδιάζει, ξημερώνει,
και ένα πέσε σήκω είν’ η ζωή μας μόνη.

Κι οι τόσοι αστρονόμοι μάς λένε πως η σφαίρα
του κόσμου θα χαλάσει, μα δεν χαλά ποτέ...
Ω! πότε πια με μία ψηλά εις τον αέρα
θα τιναχθούμε όλοι, πεζοί και ποιηταί;
Μέσα σε τόσα λόγια και τόση σιχασιά
θα είναι σωτηρία η Κοσμοχαλασιά.
/
Γεώργιος Σουρής, Τα ίδια και τα ίδια, 1883

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Το Όνειρό μου


Καὶ σοῦ παίρνω ἀπ τὰ χείλη τὴ λαλιά
καὶ ξυπνῶ μὲς τὰ δάση τὰ πουλιά,
κι ὡς νὰ ζῶ τὸ ὄνειρό μου,
τινάζω τὰ ρόδα ἀπ τὰ μαλλιά,
τινάζω τὰ κρίνα στὸ νερό,
τὰ τινάζω σὲ ἀέρινο χορό
καὶ γεμίζω τὸ γύρισμα τοῦ δρόμου
καὶ στὸ λαγκάδι ἀγνάντια τὸ χλωρό
ἀνοίγω τὸ κλειστό παράθυρό μου.
Στοῦ κόσμου τὸ ανοίγω τὴ βοή,
καὶ σὰ νὰ ἔφεγγε γύρω μου πρωί,
σὰ νὰ ἔλαμπε ἡ θάλασσα στὰ βύθη,
τὰ μάτια ποὺ σκέπασε ἡ βραδιά
τὰ ἀνοίγω στὰ βύθη ἀλαργινά
καὶ τοὺς ἀπλώνω τὸ ὄνειρο ξανά,
τὸ παραμύθι.
/
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Βραδυνοί Θρύλοι, 1920
~
Στη φωτογραφία, ο ποιητής και πεζογράφος Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920).

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Κωστής Παλαμάς, Στα Ψηλά των Παραδείσων


Ὅμως, ὦ ψυχοῦλα ὑπέρλευκη,
Μή μου παραπονεθῇς•
Στα ψηλὰ τῶν παραδείσων
Ὅλο ψάχνω• καὶ θὰ ἰδῇς.
Ψάχνω, καὶ τὸ περιμένω•
Θἄβρω μέσ’ στὰ τρίστρατα τῶν ἥλιων
Σπίτι ὑπέρλευκο ποὺ ἀϊτοὶ
Δὲν τἀγνάντεψαν, καὶ μόνο
Τὰ μεγάλα Ὁράματα τὸ γγίζουν•
Καὶ θὰ σὲ θρονιάσω ἐκεῖ.
/
Κωστής Παλαμάς, Στα Ψηλά των Παραδείσων (απόσπασμα), 1899
Το ποίημα "Στα Ψηλά των Παραδείσων" συγκαταλέγεται στον λεγόμενο "κύκλο του Τάφου", στα ποίηματα που έγραψε ο ποιητής για τον μικρό του γιο, Άλκη, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 4 ετών τον Φεβρουάριο του 1898.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Λάμπρος Πορφύρας, Φύλλα


Φύλλα ἀπ’ τ’ ἀγέρι τοῦ βουνοῦ ξελλογιασμένα πάλι,
Κανένα δὲν ἀγάπησα στὸν κόσμο ἐγὼ λουλοῦδι
Ὡσὰν ἐσᾶς, ποὺ σμίγετε καὶ τραγουδᾶτε ἀγάλι
Τ’ ἀξέννοιαστό σας, τὸ τρελλὸ μέσα στὸ φῶς τραγοῦδι.

Ὅλ’ ἡ ζωή σας εἶν’ αὐτό! Τὸ λέτε νύχτα-μέρα
Τὸ λέτε ἀπάνω στὰ βουνὰ καὶ στὴ θλιμμένη χώρα
Τὸ λέτε δίπλα στὸ γιαλό, στὸν κάμπο πέρα ὡς πέρα,
Καὶ τέλος, σὰν ξανάρχεται τοῦ φθινοπώρου ἡ μπόρα,

Σὰν ἔρχεται καὶ σᾶς μαδᾶ καὶ σᾶς κυλᾶ στὸ χῶμα
Ἐσεῖς ἐκεῖ ποὺ πέφτετε καὶ φεύγετε καὶ πᾶτε,
— Ὤ! πῶς νὰ μὴ σᾶς ἀγαπῶ;— ποὺ ἐσεῖς καὶ τότε ἀκόμα
Ἐνῶ σκορπάτε, ἀξέννοιαστα σὰν πρὶν τὸ τραγουδᾶτε!
/
Λάμπρος Πορφύρας, Φύλλα, Οι Μουσικές Φωνές, 1934 (μεταθανάτια έκδοση)

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ο Πλάτανος



Σαν σήμερα, 1η Φεβρουαρίου του 1940, φεύγει από τη ζωή ο ποιητής και πεζογράφος Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Η καρδιά του σταμάτησε μέσα στο τραμ καθώς πήγαινε σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το πεζό του ποίημα με τίτλο «Ο Πλάτανος».
✒️
Λίγο – λίγο κιτρίνιζε. Λίγο – λίγο ἔφταναν στὰ κλαριά του χρυσοῖ στοχασμοί. Ὡς ποῦ μιὰ μέρα κρατῶντας ὁλάκερο τὸ θησαυρό του ἄστραψε μέσ’ τὸ σκοτεινὸ Δεκέμβρη κι’ ἔστησε μέσ’ τὸ πάρκο τὸ χρυσὸ πολυέλαιο τοῦ μαρασμοῦ του ἀκίνητο. Οὔτ’ ἕνα φύλλο δὲν τοῦ ἔμεινε πράσινο — τίποτα πιὰ δὲν τοῦ θυμίζει τὸν κόσμο.

Σὰν ἄγγιξεν ἔτσι τὴν τελειότητα, ἔρριξε τὸ πρῶτο του μαραμένο φύλλο — μήνυμα πῶς εἶν’ ἕτοιμος.

Καὶ τ’ ἄλλα φύλλα, βλέποντας ἐκείνο μὲ ποιὰ γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν νὰ πεθάνουν σύμφωνα μὲ τὴν ἐνθύμησή του. Δίχως τὴ βοήθεια τοῦ άνέμου, ἀποχαιρετῶντας τὸ κλαδὶ καὶ σταματῶντας γιὰ μιὰ στιγμὴ στὸν ἀέρα, σὰν πουλὶ πού ζυγιάζει τὰ φτερά του, ἔπεφταν μὲ κίνημα ἄξιο τῶν ψυχῶν ποῦ γνώρισαν τὸ Μοιραῖο καὶ δὲν ἔχουν γελαστῆ.
/
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Ο Πλάτανος (απόσπασμα), Πεζοί Ρυθμοί, 1922
Στη φωτογραφία, μια προσωπογραφία του Ζαχαρία Παπαντωνίου, δημιουργία του ζωγράφου Γεωργίου Μαυροϊδή (1912-2003)