Καὶ σοῦ παίρνω ἀπ τὰ χείλη τὴ λαλιά
καὶ ξυπνῶ μὲς τὰ δάση τὰ πουλιά,
κι ὡς νὰ ζῶ τὸ ὄνειρό μου,
τινάζω τὰ ρόδα ἀπ τὰ μαλλιά,
τινάζω τὰ κρίνα στὸ νερό,
τὰ τινάζω σὲ ἀέρινο χορό
καὶ γεμίζω τὸ γύρισμα τοῦ δρόμου
καὶ στὸ λαγκάδι ἀγνάντια τὸ χλωρό
ἀνοίγω τὸ κλειστό παράθυρό μου.
Στοῦ κόσμου τὸ ανοίγω τὴ βοή,
καὶ σὰ νὰ ἔφεγγε γύρω μου πρωί,
σὰ νὰ ἔλαμπε ἡ θάλασσα στὰ βύθη,
τὰ μάτια ποὺ σκέπασε ἡ βραδιά
τὰ ἀνοίγω στὰ βύθη ἀλαργινά
καὶ τοὺς ἀπλώνω τὸ ὄνειρο ξανά,
τὸ παραμύθι.
/
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Βραδυνοί Θρύλοι, 1920
~
Στη φωτογραφία, ο ποιητής και πεζογράφος Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920).