Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Ιωάννης Γρυπάρης, Έρως και Ψυχή


Σὰν ἄστρου τρεμοφὲγγισμα, Ψυχή, στὴ σκοτεινιά σου
—τὸ μούχρωμα ἤ σύθαμπα μέσα στἀπόσκια δάση—
ἀντίκρυσες τὸν Ἔρωτα στὸ γλυκανάβλεμμά σου·
ξεχνᾷς τὴ γῆ· κι αὐτὸς γιὰ σὲ τὰ οὐράνια ἔχει ξεχάσῃ.

Κἂν ὄνειρο τὸν ἔβλεπες ποὺ οἱ πόθοι σου εἶχαν πλάσῃ,
μὴ δὲν πετοῦσε ἀληθινὰ μεσονυχτὶς σιμά σου
τὸ φτερωτό σου τὄνειρο, βαθιὰ νὰ ξαποστάσῃ
καὶ φέρῃ φῶς στὴ νιότη σου καὶ φλόγα στὴν καρδιά σου;

Μὰ ὁ πόθος σου ξεχείλισε κι ἄναψες τὸ λυχνάρι,
τῆς γνώσεως τὸ ξυνόμηλο σ’ ἐλάμπασε, παρθένα,
κ’ εἶδες —κάλλιο μὴν εἶχες δῇ— σάρκα ζωῆς να πάρῃ.

Γιατὶ μπορεῖ στὸ πολὺ φῶς, ποὺ σὰν μπουμπούκια ἀνοίγει
τὰ μάτια τὰ παρθενικὰ τὰ βαριοκοιμισμένα,
τὸ πιὸ γλυκό μας ὄνειρο καμμιὰ φορὰ νὰ φύγῃ.
/
Ιωάννης Γρυπάρης, σονέτο "Έρως και Ψυχή", 1895, από τη συλλογή "Σκαραβαίοι και Τερρακότες", Ίδρυμα Ελένης και Κώστα Ουράνη.

Για τα σονέτα του Ιωάννη Γρυπάρη είχε γράψει ο Γ. Βώκος το 1901:

"Έπειτα παρουσιάζεται ο κ. Γρυπάρης με τα σονέτα του. Δείχνει ότι ξέρει τι γίνεται έξω και προσαρμόζει την ποίησίν του εις τα τελειότερα ποιητικά μέσα. Είναι λεπτολόγος τεχνίτης· δεν γράφει στίχους· λαξεύει. Η δημώδης γλώσσα παρουσιάζεται απ' αυτόν με αγνώστους έως τώρα πλουτισμούς· [...] Όχι τόσο η ζώσα λαϊκή λέξη, όσο το βιβλίο τού δίδει το πλούσιο λεκτικό του. Αλλά όπως διά του ποιητικού πνεύματος ανασταίνει νεκρούς ελληνικούς μύθους και τους φέρει προς τας συγκινήσεις της συγχρόνου ψυχής, όμοια διά της επιτυχούς λεξιθηρίας του δίδει ζωή εις νεκράς λέξεις."
Στη φωτογραφία ο Ιωάννης Γρυπάρης στο γραφείο του, το 1934, "λαξεύει στίχους".

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Γεώργιος Δροσίνης, Των Καιρών το Γύρισμα

Ὄχι! τῶν καιρῶν τὸ γύρισμα
Καὶ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου
Καὶ τὶς γλήγορες ἢ ἀτέλειωτες
Ὧρες τῆς χαρᾶς, τοῦ πόνου,

Δὲ θὰ τὶς μετροῦμε ὁρίζοντας
Μέρες, νύχτες, αὐγές, βράδυα,
Μὲ τοῦ νοῦ τὰ μηχανέματα
Καὶ τῆς τέχνης τὰ σημάδια.

Τὰ πουλιά, ποὺ φεύγουν κ’ ἔρχονται,
Τ’ ἄνθη ποὺ ἀνοιγοσφαλοῦνε,
Τ’ ἄστρα λάμποντας καὶ σβύνοντας,
Τὴ ζωή μας θὰ μετροῦνε·

Κ’ ἔτσι θὰ σμιχτῇ τὸ τέλος μας
Μ’ ἕνα ἀνθὸ πὤχει μαδήσῃ,
Μ’ ἕνα ἀηδόνι ποὺ φτερούγισε,
Μ’ ἕνα ἀστέρι πὤχει σβύσῃ.
/
Γεώργιος Δροσίνης, Των Καιρών το Γύρισμα, Θα Βραδιάζη, 1923

Στη φωτογραφία ο ποιητής το 1943 στο τελευταίο του σπίτι όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Δροσίνη.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Ιωάννης Πολέμης, Αφροδίτη

Σταθήκαμε κι’ οἱ δυὸ μπροστὰ σὲ κἄποιαν Ἀφροδίτη,
ἄγαλμ’ ἀλαφροσκάλιστο κ’ ἀπὸ τρανὸ τεχνίτη.
Τόσο ἀνυπόμονη ζωὴ τῆς εἶχε δώσει ἡ σμίλη
ποὔλεγες πῶς ἀνάσαιναν τ’ ἀκίνητά της χείλη
καὶ πῶς κρυφὰ ἀνοιγόκλειναν οἱ μαρμαρένιοι ἁρμοί της
γιὰ νὰ κινήσουν ἐλαφρὰ τ’ ἀσήκωτο κορμί της.
Τί χάρι ποὔχ’ ἡ ὠμορφιὰ καὶ τί ὠμορφιὰ ἔχ’ ἡ χάρι!
Κυττάζοντάς το, ἀγάπη μου, τὰ μάτια σου εἶχαν πάρει
τοῦ πόθου τὴν ἀναλαμπή, τοῦ ὀνείρου τὴν ἀχνάδα·
τόσο γλυκά, τόσο ὤμορφα ποτὲ δὲν τὰ ξανᾆδα,
μήτε τὴν ὥρα τοῦ φιλιοῦ ποῦ λάμπουν λιγωμένα!...

Καὶ σὺ κυττοῦσες τ’ ἄγαλμα κ’ ἐγὼ κυττοῦσα ἐσένα.
/
Ιωάννης Πολέμης, Πλεκτά Τραγούδια, Το Παληό Βιολί, 1909
~
Στη φωτογραφία, μέρος αγάλματος της Αφροδίτης του 1ου μ.Χ. αιώνα, αντίγραφο της Αφροδίτης Ουρανίας του Φειδία του 5ου π.Χ. αιώνα (Αρχαιολογικό Μουσείο Νικόπολης).

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

Κωστής Παλαμάς, Ο Χαλασμός

Εἶπε ο Χαλασμός: Ἀγάλια ἀγάλια
θὰ σὲ καταλύσω ἐσέ, Ζωή,
μιὰ βουβὴ καὶ μιὰν ἀνόητη στ’ ἀνθογυάλια,
μιὰ ραγισματιά. Μοῦ φτάνει αὐτή.

Εἶπε ο Χαλασμός: Ἀγάλια ἀγάλια
θὰ σὲ καταλύσω ἐσέ, Ζωή,
μέσ’ στ’ ἀσάλευτα ἀκρογιάλια
τῶν κυμάτων ἡ ἀγκαλιά. Μοῦ φτάνει αὐτή.

Εἶπε ο Χαλασμός: Ἀγάλια ἀγάλια
θὰ σὲ καταλύσω ἐσέ, Ζωή•
στὰ γερὰ καὶ στὰ σκληρὰ, στὰ μάρμαρα ὅλα
τοῦ νερού ἡ σταλιά. Μοῦ φτάνει αὐτή.

Τρανὰ θέλω σ’ ἕνα τέλος νὰ σὲ φέρω,
καθὼς εἶναι οἱ χάρες σου τρανές•
τοὺς μεγάλους τοὺς θανάτους ἐγὼ ξέρω
πὼς τοὺς δίνουν οἱ μικρὲς οἱ μαχαιριές.
/
Κωστής Παλαμάς, Η Πολιτεία και η Μοναξιά, 1912
~
Πηγή της φωτογραφίας του ποιητή είναι το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Γεώργιος Σουρής και Γεώργιος Δροσίνης

Ο Γεώργιος Δροσίνης και ο σατιρικός Γεώργιος Σουρής όταν έκαναν τα πρώτα ποιητικά τους βήματα γύρω στο 1880 στις εφημερίδες της εποχής, πέρα από συνεργάτες υπήρξαν και στενοί φίλοι. Ο Δροσίνης διηγείται πολλά αστεία περιστατικά από εκείνη την περίοδο στο αυτοβιογραφικό του έργο «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου».

✒️
Ὅταν χωρίστηκε ἀπὸ τὸ Ραμπαγὰ ὁ Γαβριηλίδης κ' ἔβγαλε δική του ἐφημερίδα μὲ τίτλο τὸ περίφημο ρητὸ τοῦ Κουμουνδούρου Μὴ Χάνεσαι, πολλοί ἀπ' ὅσους ἔγραφαν στὸ Ραμπαγὰ χωρίστηκαν κ’ ἐκεῖνοι.
Ὁ Σουρῆς πέρασε στοῦ Μὴ Χάνεσαι τὴ συντροφιά. Ἀπό κεῖ γίναμε φίλοι, κ' ἔξω ἀπό τὰ σύνορα τῆς δημοσιογραφίας, στὴν κοινωνικὴ ζωή. Ὕστερα ἀπό λίγο ἤμασταν ἀχώριστοι σύντροφοι σὲ κάθε κοσμικὴ συγκέντρωση, ποὺ μᾶς καλοῦσεν ἡ ὑποχρέωσή μας νὰ κρατοῦμε ἐνήμερο τὸ Μὴ Χάνεσαι.
Στὰ θέατρα, στὰ Φάληρα, στοὺς χοροὺς μέχρι καὶ τῶν βασιλικῶν οἱ δυό μας παρόντες. [...]
Τὰ βράδια μας περνούσαμε συχνὰ σὲ φιλικὰ σπίτια μετὰ τὸ φαΐ, κάποτε καὶ καλεσμένοι νὰ φάμε. [...]
Μερικὲς βεγγέρες μας ὅμως δὲν ἦταν καθόλου διασκεδαστικές. Τὸ ξέραμε ἀπό πρὶν κ' ἔλεγα τοῦ Σουρῆ νὰ μῆν πᾶμε. Ἐκείνος ὅμως ἐπέμενε. Πηγαίναμε καὶ πλήτταμε καὶ δὲ βλέπαμε τὴν ὥρα νὰ φύγωμε.
Μόλις βγαίναμε στὸ δρόμο, ὁ Σουρῆς ἄρχισε νὰ βρίζη καὶ ν' ἀναθεματίζη.
– Μὰ δὲν ἔλεγα νὰ μὴν πᾶμε; Ἐσὺ ἤθελες καὶ καλά. Τώρα βρίζεις;
– Γι' αὐτό ἤθελα νὰ πᾶμε ἴσα ἴσα, γιὰ νὰ βρίσω ὕστερα. Εἶναι κὶ αὐτό μιὰ ἀπόλαυση.
Καὶ τὴν ἄλλη βδομάδα ξαναπηγαίναμε...
/
Γεώργιος Δροσίνης, Τα Αλησμόνητα του Σουρή (απόσπασμα), Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου
~
Στη φωτογραφική σύνθεση, στα αριστερά απεικονίζεται ο Γεώργιος Σουρής και στα δεξιά ο Γεώργιος Δροσίνης.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Η Γυναίκα στο Πάρκο

Κι ἐγώ, ποὺ ἀπὸ τὸ μάταιο τὸν κόσμο ἀναχωροῦσα,
Τὴν εἶδα κι εἶπα: «Εἶναι νωρίς• θὰ μείνω». Μυστικὰ
Στὸν πόνο καὶ στὴ γνώση της νὰ ἐμπιστευτῶ μποροῦσα
Τὰ δάκρυα μου τὰ τωρινὰ καὶ τ’ ἀναμνηστικά.
/
Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Η Γυναίκα στο Πάρκο (απόσπασμα), Τα Θεία Δώρα, 1931

Στη φωτογραφία ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σε ώριμη ηλικία (δεκαετία του 1930).

Κώστας Κρυστάλλης, Χιονούρα


Στοὺς κάμπους ἀνεμόβροχο, καὶ στὰ βουνὰ χιονούρα.

— Σεΐζη, σιάσε τ’ ἄλογο... πάρε καλίγωσέ το...
Βάλ’ τ’ ἀσημένια πέταλα, καρφιὰ μαλαματένια,
βάλ’ του περίσσια τὴν ταή, τὴ μεταξένια σέλλα,
καὶ τὰ βαριὰ τὰ φάλαρα, τὶ θἄβγω μοναχός μου.

— Ποῦ θὲ νὰ πᾶς, ἀφέντη μου, μὲ τέτοιο κακοκαῖρι;
Ἡ μέρα παίρνει νὰ σωθῆ κι ἔρχεται ἡ μαύρη νύχτα,
ὁ κάμπος ὅλος ἔκλεισε καὶ τὰ βουνὰ χιονίζουν.

— Σὲ σκιάζουν τ’ ἀνεμόβροχα, σὲ σκιάζουν οἱ χιονούρες,
γιατὶ δὲν ἔνοιωσες ἐσὺ στὰ σωθικά σου ἀκόμα
τὴ φλόγα ἐκείνη, τὴ γλυκειά, ὁποὺ τὴ λὲν: —  ἀγάπη.
/
Κώστας Κρυστάλλης, Η Χιονούρα (απόσπασμα), Αγροτικά, 1891

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Πύργοι στο γιαλό


Καὶ βλέπω σὲ μιὰν ἄχνα ὀνείρου
τὴ γαλανὴν ακρογιαλιὰ
καὶ τ’ ἀνθισμένα περιβόλια
ποὺ παίζαμε μικρὰ παιδιά.

Ποὺ ἔστηνα πύργους μὲ χαλίκια
καὶ μὲ κοχύλια τοῦ γιαλοῦ
καὶ γύρω λούλουδα μαδοῦσες
ἐσὺ τρελὴ ξανθομαλλοῦ.

Ὀιμὲ τί ἂν φεύγουνε τὰ χρόνια,
καὶ μὲ τὰ κρύα του φτερὰ
τί κι ἄν τὸ ἄέρι τοῦ φθινόπωρου
μᾶς ἔχει γγίσει τὰ μαλλιά,

ἀκόμα ἐσὺ τρελὴ λουλούδια
μαδᾶς καὶ πιὸ τρελὸς ἐγὼ
στήνω περβόλια στὸν ἀέρα
καὶ χτίζω πύργους στὸ γιαλό.
/
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Πρώτα Λυρικά, 1920
Στη φωτογραφία ο ποιητής και πεζογράφος Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920).

Λάμπρος Πορφύρας, Γαλήνη

Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
Ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα,
Σταμάτησαν —γιὰ κοίταξε!— σὰ νἄχουν μετανοιώσει
Πῶς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.

Τώρα ὡς κι’ οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
Ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι’ αὐτοὶ μέσ’ στὸν ἀγέρα,
Ὅλ’ ἀπ’ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
Ὅλα• καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,

Μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα,
Ζητάει κάποιο τραγοῦδι του νὰ πῆ μέσ’ στὴ γιορτή σου,
Μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πῆ, λὲς καὶ πὼς τὤχει κρῖμα
Νὰ σοῦ ταράξη τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.
/
Λάμπρος Πορφύρας, απόσπασμα από άτιτλο ποίημα, Φωνές της Θάλασσας, Μουσικές Φωνές, 1934
~
Πηγή της φωτογραφίας του ποιητή είναι το αρχείο της ανιψιάς του, Αγνής Πικιώνη (κόρης του γνωστού αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη και πρώτου εξαδέλφου του ποιητή), όπως αυτό δημοσιεύτηκε στην έκδοση «Λάμπρου Πορφύρα, Τα Ποιήματα», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993

Κωστής Παλαμάς, Το πιο απ' όλα πιο γλυκό

Ὅταν ἔρχεται νὰ γλυκακουμπήσῃ
στὸ πεύκι τῆς καλοΐσκιωτης φωλιᾶς σου,
μόλις τὴν πορτοπούλα σου χτυπήσῃ,
(χτύπος γλυκύς καὶ τὸ καρτέρεμά σου
μὲ τὸν καημό, δειλοῦ παιδιοῦ μεθύσι,
τῆς ποὺ τὸν παραστέκει συντροφιᾶς σου),
πρὶν ἡ πόρτα ανοιχτῇ, πρὶν ἀντικρύσῃ
τὴν καλοσύνη καὶ τὴ ζωγραφιά σου,
τὸ πιὸ ἀπ’ ὅλα πιο γλυκὸ, τὸ πιὸ πολύ,
δὲν εἶσ’ ἐσύ, ὦ γραμμένη, ἐσύ, ὦ καλή,
ψυχὴ ἀδερφὴ μιὰν ἀδερφὴ ποὺ σμίγεις.
Εἶναι ὅ,τι σὰν ξανάσασμα γροικᾶ:
Τὰ ὡραῖα σου βήματα τὰ βιαστικά,
τοῦ σπιτιοῦ σου τὴν πόρτα ὅταν ἀνοίγῃς.
/
Κωστής Παλαμάς, Τα Δεκατετράστιχα, 1919

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Τα πρώτα ποιητικά βήματα του Γεώργιου Δροσίνη


Ο Γεώργιος Δροσίνης δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα το 1879 σε ηλικία 19 ετών στις στήλες της πολιτικοσατιρικής εφημερίδας "Ραμπαγάς" με το ψευδώνυμο Αράχνη. Το 1880 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ιστοί Αράχνης" η οποία μαζί με τους "Στίχους" του Νίκου Καμπά που εκδόθηκαν τον ίδιο χρόνο σηματοδοτούν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Ο τρίτος της νεανικής παρέας, ο Κωστής Παλαμάς, θα εκδώσει την πρώτη του συλλογή λίγα χρόνια αργότερα. Η νέα αυτή γενιά ποιητών, στα πρώιμα έργα της, αντιδρά στην υπερβολική δραματοποίηση και απαισιοδοξία των παλαιότερων ποιητών της Α' Αθηναϊκής Σχολής και φέρνει μια ποίηση πιο κοντινή στην καθημερινή ζωή, διάχυτη με την αισιοδοξία και την σπίθα της νεότητάς της.
✒️
Εἶχα ’ς τὴν κουμπότρυπά μου,
Ἀπ’ τὴν τριανταφυλλιά μου,
Ἕνα ῥόδο μυρωδάτο,
Κόκκινο, δροσιὰ γεμάτο.

«— Ἄ, τί ῥόδο! ’σὰν ἐτοῦτο
Δὲν εἶδ’ ἄλλο, δόσε μοῦ το,
Λέει μιὰ ξανθὴ κοπέλλα,
Ἤ σ’ τὸ παίρνω!» — Ἔτσι; ἔλα!...

Χύνεται μιὰ... μοῦ τὸ παίρνει...
Μὰ ’ς τὸ στόμα μου μοῦ φέρνει
Ἄλλο ῥόδο μυρωδάτο:
Μάγουλο δροσιὰ γεμάτο.
/
Γεώργιος Δροσίνης, Τα δύο ρόδα, Ιστοί Αράχνης, 1880
~
Στη φωτογραφία ο Δροσίνης σε ηλικία περίπου 18 ετών (1878)

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Αγάπη

Κι’ ἂν ἔφυγεν ἡ νειότη σου, που θλίβεσαι γιὰ δαύτη,
ὡς γιὰ πουλὶ ποῦ πέταξε μ’ ἄλλα μαζὶ πουλιά,
περσσότερο ἀπὸ μιὰ ἄνοιξι τὸν ἔρωτά μου ἀνάφτει
τοῦ χεινοπώρου τ’ ἀγγιγμα στὰ ὡραῖα σου μαλλιά.

Κι’ ἀκόμα φτάνω ν’ ἀγαπῶ σ’ ἐσὲ μίαν ἄλλη εἰκόνα,
— τ’ ὁρκίζομαι στὰ μάτια σου ποῦ τόσο λαχταρῶ —
τὸν ἥμερο κι’ ἀνέφελο καὶ τὸ γλυκὸ χειμῶνα,
ποῦ στὸ χλωμό σου πρόσωπο μιὰ μέρα θὰ θωρῶ.
/
Μιλτιάδης Μαλακάσης, Αγάπη (απόσπασμα), Ώρες, 1903

Στη φωτογραφία ο ποιητής το 1923.

[Πηγή της φωτογραφίας του ποιητή είναι το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)]

Ιωάννης Πολέμης, Αυτός που μένει λησμονεί


Χωρίζ’ ἡ μοίρα τοὺς ἀνθρώπους
τὰ φύλλ’ ἀφήνουν τὰ κλαδιά,
τὰ μάτια βλέπουν ἄλλους τόπους,
μὰ δὲν ἀλλάζει ἡ καρδιά.

Τώρα ποὺ ἡ νιότη μου σὲ χάνει,
μὴν κλαῖς γλυκειά μου καστανή•
αὐτός ποὺ φεύγει δὲν ξεχνάει,
αὐτὸς ποὺ μένει λησμονεῖ.
/
Ιωάννης Πολέμης, Αλάβαστρα, 1900
Στη φωτογραφία, η προτομή του ποιητή στον κήπο του Ζαππείου, φιλοτεχνημένη το 1928, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του.