Σταθήκαμε κι’ οἱ δυὸ μπροστὰ σὲ κἄποιαν Ἀφροδίτη,
ἄγαλμ’ ἀλαφροσκάλιστο κ’ ἀπὸ τρανὸ τεχνίτη.
Τόσο ἀνυπόμονη ζωὴ τῆς εἶχε δώσει ἡ σμίλη
ποὔλεγες πῶς ἀνάσαιναν τ’ ἀκίνητά της χείλη
καὶ πῶς κρυφὰ ἀνοιγόκλειναν οἱ μαρμαρένιοι ἁρμοί της
γιὰ νὰ κινήσουν ἐλαφρὰ τ’ ἀσήκωτο κορμί της.
Τί χάρι ποὔχ’ ἡ ὠμορφιὰ καὶ τί ὠμορφιὰ ἔχ’ ἡ χάρι!
Κυττάζοντάς το, ἀγάπη μου, τὰ μάτια σου εἶχαν πάρει
τοῦ πόθου τὴν ἀναλαμπή, τοῦ ὀνείρου τὴν ἀχνάδα·
τόσο γλυκά, τόσο ὤμορφα ποτὲ δὲν τὰ ξανᾆδα,
μήτε τὴν ὥρα τοῦ φιλιοῦ ποῦ λάμπουν λιγωμένα!...
Καὶ σὺ κυττοῦσες τ’ ἄγαλμα κ’ ἐγὼ κυττοῦσα ἐσένα.
/
Ιωάννης Πολέμης, Πλεκτά Τραγούδια, Το Παληό Βιολί, 1909
~
Στη φωτογραφία, μέρος αγάλματος της Αφροδίτης του 1ου μ.Χ. αιώνα, αντίγραφο της Αφροδίτης Ουρανίας του Φειδία του 5ου π.Χ. αιώνα (Αρχαιολογικό Μουσείο Νικόπολης).