Στοὺς κάμπους ἀνεμόβροχο, καὶ στὰ βουνὰ χιονούρα.
— Σεΐζη, σιάσε τ’ ἄλογο... πάρε καλίγωσέ το...
Βάλ’ τ’ ἀσημένια πέταλα, καρφιὰ μαλαματένια,
βάλ’ του περίσσια τὴν ταή, τὴ μεταξένια σέλλα,
καὶ τὰ βαριὰ τὰ φάλαρα, τὶ θἄβγω μοναχός μου.
— Ποῦ θὲ νὰ πᾶς, ἀφέντη μου, μὲ τέτοιο κακοκαῖρι;
Ἡ μέρα παίρνει νὰ σωθῆ κι ἔρχεται ἡ μαύρη νύχτα,
ὁ κάμπος ὅλος ἔκλεισε καὶ τὰ βουνὰ χιονίζουν.
— Σὲ σκιάζουν τ’ ἀνεμόβροχα, σὲ σκιάζουν οἱ χιονούρες,
γιατὶ δὲν ἔνοιωσες ἐσὺ στὰ σωθικά σου ἀκόμα
τὴ φλόγα ἐκείνη, τὴ γλυκειά, ὁποὺ τὴ λὲν: — ἀγάπη.
/
Κώστας Κρυστάλλης, Η Χιονούρα (απόσπασμα), Αγροτικά, 1891