Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
Ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα,
Σταμάτησαν —γιὰ κοίταξε!— σὰ νἄχουν μετανοιώσει
Πῶς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.
Τώρα ὡς κι’ οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
Ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι’ αὐτοὶ μέσ’ στὸν ἀγέρα,
Ὅλ’ ἀπ’ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
Ὅλα• καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,
Μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα,
Ζητάει κάποιο τραγοῦδι του νὰ πῆ μέσ’ στὴ γιορτή σου,
Μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πῆ, λὲς καὶ πὼς τὤχει κρῖμα
Νὰ σοῦ ταράξη τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.
/
Λάμπρος Πορφύρας, απόσπασμα από άτιτλο ποίημα, Φωνές της Θάλασσας, Μουσικές Φωνές, 1934
~
Πηγή της φωτογραφίας του ποιητή είναι το αρχείο της ανιψιάς του, Αγνής Πικιώνη (κόρης του γνωστού αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη και πρώτου εξαδέλφου του ποιητή), όπως αυτό δημοσιεύτηκε στην έκδοση «Λάμπρου Πορφύρα, Τα Ποιήματα», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993